- φιλαρχικός
- φιλ-αρχικός, ή, όν, zum φίλαρχος gehörend, ihn betreffend, ihm geziemend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
φιλαρχικός — ή, όν, Α [φίλαρχος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε φίλαρχο άνθρωπο 2. αυτός που έχει τάση για φιλαρχία … Dictionary of Greek
φιλαρχικῶς — φιλαρχικός of adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλαρχικώτεροι — φιλαρχικός of masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)